- τετραπλασιεπιτριμερής
- τετρα-πλασι-επι-τρι-μερής, ές, 4 + 3/4 mal so groß (4 : 19)
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τετραπλασιεπιτριμερής — ές, Α ο τέσσερεις και 3/4 φορές μεγαλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετραπλάσιος + ἐπιτριμερής] … Dictionary of Greek